φουρτούνα — φουρτούνα, η και φορτούνα, η (λ. λατ.) 1. τρικυμία, θαλασσοταραχή, κακοκαιρία, μανιασμένη θάλασσα: Ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται (παροιμ.). 2. κακοκαιρία, θύελλα, ανεμοζάλη. 3. μτφ., μεγάλη περιπέτεια, δυστυχία, συμφορά: Μας βρήκαν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… … Dictionary of Greek
φουρτουνιάζω — Ν [φουρτούνα / φορτούνα] 1. (για τη θάλασσα) έχω φουρτούνα, γίνομαι τρικυμιώδης 2. (για τον καιρό) γίνομαι θυελλώδης 3. μτφ. αναστατώνομαι, ταράζομαι 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) φουρτουνιασμένος, η, ο α) τρικυμιώδης, θυελλώδης β) μτφ. i)… … Dictionary of Greek
фуртуна — буря , укр. хвортуна – то же, кроме этого только др. русск. фуртуна, Хожд. Зосимы 3, хортуна, Путеш. Лукьянова 138, 237, фуртовина, Афан. Никит. 10. Скорее через ср. греч. φουρτοῦνα буря , чем непосредственно из ит. fortuna (di mаrе); см. Фасмер … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αλογοφουρτούνα — η 1. βίαιη και σφοδρή κίνηση τού αλόγου επάνω στο οποίο επιβαίνει κανείς 2. σφοδρή τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + φουρτούνα] … Dictionary of Greek
θαλασσοταραχή — η ταραχή τής θάλασσας, τρικυμία, φουρτούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + ταραχή. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
καλοφούρτουνος — η, ο καλότυχος, καλορίζικος, τυχερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + φουρτούνα < ιταλ. fortuna < λατ. fortuna «καλή τύχη»] … Dictionary of Greek
καπετάνιος — και καπετάνος και καπεταναίος, ο (Μ καπετάνιος και καπετάνος και καπεταναΐος και καπετάνης) 1. αρχηγός σώματος ενόπλων, οπλαρχηγός 2. οδηγός, ηγέτης νεοελλ. 1. κυβερνήτης πλοίου, πλοίαρχος 2. παροιμ. «ο καλός καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται»… … Dictionary of Greek
κλυδωνίζομαι — (AM κλυδωνίζομαι) [κλύδων] 1. συνταράσσομαι από μεγάλη φουρτούνα, παλεύω με τα κύματα («το πλοίο κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί») 2. μτφ. συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε θαλασσοταραχή, βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή… … Dictionary of Greek
κλυδωνισία — κλυδωνισία, ἡ (Μ) θαλασσοταραχή, φουρτούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυδωνίζομαι + κατάλ. σία (πρβλ. δοξα σία, παρασκευα σία)] … Dictionary of Greek